επιγραφικός

επιγραφικός
η , ό[ν] 1. эпиграфический;

επιγραφικά χαράγματα — наскальные, настенные надписи;

2. (ο ) специалист по эпиграфике

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιγραφικός" в других словарях:

  • επιγραφικός — ή, ό (Α ἐπιγραφικός, ή, όν) [επιγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επιγραφή νεοελλ. 1. αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο επιγραφικός ο επιγραφολόγος 3. το θηλ. ως ουσ. η επιγραφική η… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στις επιγραφές (βλ. λ.). 2. που έχει το χαρακτήρα επιγραφής: Επιγραφικά χαράγματα (άτεχνες επιγραφές χαραγμένες πρόχειρα σε βράχους, τοίχους, αγγεία ή άλλες επιφάνειες). 3. το αρσ. ως ουσ., επιγραφικός ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιγραφικόν — ἐπιγραφικός concerning assessments(?) masc acc sg ἐπιγραφικός concerning assessments(?) neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγραφική — ἐπιγραφικός concerning assessments(?) fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουαγός — και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α) αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το α τού συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… …   Dictionary of Greek

  • Κουμανούδης, Στέφανος — (Αδριανούπολη 1818 – Αθήνα 1899). Φιλόλογος, επιγραφικός και λεξικογράφος. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ο νεαρός Κ. παρακολούθησε τα στοιχειώδη και εγκύκλια μαθήματα. Αργότερα υπηρέτησε… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφολόγος — ο αρχαιολόγος που ασχολείται με την επιγραφική (βλ. λ.), ο επιγραφικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»